στερεώματα

στερεώματα
στερέωμα
solid body
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερέωμα — το, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση 2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι 3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • στερέωμα — το 1. σταθεροποίηση, στερέωση: Δεν έγινε καλά τοστερέωμα αυτής της κολόνας. 2. μέσο για στερέωση: Έβαλαν στερεώματα στον ετοιμόρροπο τοίχο. 3. ουρανός: Λάμπουν τα αστέρια στο στερέωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”